- πεδοβαμων
- πεδοβάμωνπεδο-βάμων2, gen. ονος (ᾱ) ходящий по земле
πτανά τε καὴ πεδοβάμονα Aesch. — летающие и наземные твари
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
πτανά τε καὴ πεδοβάμονα Aesch. — летающие и наземные твари
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
πεδοβάμων — ον, Α αυτός που βαδίζει πάνω στο έδαφος τής γης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέδον + βάμων (< βαίνω), πρβλ. αιθερο βάμων] … Dictionary of Greek
πεδοβάμονα — πεδοβά̱μονα , πεδοβάμων earth walking neut nom/voc/acc pl πεδοβά̱μονα , πεδοβάμων earth walking masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)